πυριτιδοποιός

πυριτιδοποιός
ο, Ν
τεχνίτης ή βιομήχανος που ασχολείται με την παραγωγή πυρίτιδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρίτιδα + -ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πυριτιδοποιός — ο ο κατασκευαστής πυρίτιδας, αλλ. μπαρουτοποιός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυριτιδοποιία — η, Ν η τέχνη ή η βιομηχανία παραγωγής πυρίτιδας και πυρομαχικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυριτιδοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

  • πυριτιδοποιείο — το, Ν 1. εργοστάσιο κατασκευής πυρίτιδας και άλλων πολεμικών και εκρηκτικών υλών, κν. μπαρουτάδικο 2. φρ. «Ελληνικό Πυριτιδοποιείο και Καλυκοποιείο» και συντμ. «ΠΥΡΚΑΛ» ελληνική εταιρεία παραγωγής πυρομαχικών για τις ανάγκες τού ελληνικού στρατού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”